- ἐπίτηκτος
- ἐπίτηκτοςoverlaid with goldmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίτηκτος — ἐπίτηκτος, ον (Α) 1. ο περιχυμένος, καλυμμένος από λειωμένο μέταλλο 2. (ειδ.) επίχρυσος 3. ο καλυμμένος, στολισμένος με χρυσό ή με επίχρυσα κοσμήματα 4. μτφ. τεχνητός, προσποιητός, πλαστός, κίβδηλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τηκτός (< τήκω… … Dictionary of Greek
ἐπίτηκτον — ἐπίτηκτος overlaid with gold masc/fem acc sg ἐπίτηκτος overlaid with gold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίτηκτα — ἐπίτηκτος overlaid with gold neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπάργυρος — ον, ΜΑ αυτός που έχει πωληθεί ή μισθωθεί με αργύρια, με χρήματα (α. «λέγων ὑπάργυρον πᾱσαν γραφὴν ἐποίει», Τζέτζ. β. «εἰ μισθοῑο συνέθευ παρέχειν φωνὰν ὑπάργυρον», Πίνδ.) αρχ. 1. (για πέτρωμα, γη, ορυκτό) αυτός που περιέχει άργυρο, που έχει φλέβα … Dictionary of Greek